κυλίνδηση

κυλίνδηση
η (Α κυλίνδησις) [κυλίνδω]
κύλιση, κύλισμα
αρχ.
1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.)
2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρκάλισις — ἡ, Α η μεταφορά, η μετακόμιση αντικειμένων με τη βοήθεια κυλίνδρων ή τροχών, το κύλισμα, η κυλίνδηση, αλλ. διακάλισις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρ, συγκεκομμένος τ. τής πρόθεσης παρά* + κάλισις πιθ. < θ. αορ. δια καλίσαι που συνδέεται με το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”